- μαλάγρα
- ημείγμα από ζυμάρι, τυρί, πολτοποιημένο ψάρι κτλ. με έντονη μυρουδιά, που ρίχνουν οι ψαράδες στη θάλασσα για να προσελκύσουν τα ψάρια, ο πλάνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.